- εφαπτομενική επιτάχυνση
- Η συνιστώσα αε της επιτάχυνσης
ενός υλικού σημείου, κατά την κίνησή του πάνω σε μια καμπύλη του χώρου (τροχιά), που έχει τη διεύθυνση της εφαπτομένης στην τροχιά. Για παράδειγμα, αν η επιτάχυνση
και η ταχύτητα
(εφαπτομενική) του σωματίου είναι γνωστές, τότε η ε.ε. βρίσκεται από το εσωτερικό γινόμενο
έχουμε = (όπου u το μέτρο της ταχύτητας και t το μοναδιαίο εφαπτομενικό διάνυσμα της τροχιάς) και (όπου ακ η κεντρομόλος επιτάχυνση και το μοναδιαίο κάθετο διάνυσμα της τροχιάς), οπότε
=
, επομένως
Η ε.ε. λέγεται και τροχιακή επιτάχυνση.
Dictionary of Greek. 2013.